γηθόσυναι

γηθόσυναι
γηθόσυνος
joyful
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επικλονώ — ἐπικλονῶ, έω (Α) 1. συνταράσσω κάποιον («θρασέες γὰρ ἐπεκλονέεσκον ἔρωτες», Απολλ. Ρόδ.) 2. διεγείρω, παροξύνω 3. παθ. ἐπικλονοῡμαι, έομαι ορμώ με θόρυβο, προχωρώ ορμητικά («ὄπισθεν ἐπεκλονέοντο γυναῑκες, γηθόσυναι ξείνῳ», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”